Η φασματοσκοπία χρησιμοποιεί φως για να καθορίσει την απορροφητικότητα μιας ουσίας. Με απλά λόγια, η τεχνική χαρτογραφεί την αλληλεπίδραση μεταξύ φωτός και ύλης και κάνει μετρήσεις. Καθώς η ύλη απορροφά το φως υφίσταται διέγερση η οποία παράγει αυτό που είναι γνωστό ως φάσμα. Αυτό επιτρέπει τη μέτρηση του ρυθμού με τον οποίο η ένταση μιας δέσμης φωτός ελαττώνεται μετά τη διέλευση της μέσα από μια ουσία.
Ο νόμος Beer-Lambert ορίζει ότι υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ της συγκέντρωσης και της απορρόφησης ενός διαλύματος, η οποία επιτρέπει τον υπολογισμό της συγκέντρωσης του διαλύματος μετρώντας την απορρόφησή του.
Τα κύρια μέρη είναι ο χώρος υποδοχής δείγματος, η σχισμή εισόδου, η πηγή φωτός (λυχνία) και ο επιταχυντής, το πρίσμα (για να διασκορπιστεί το φως), οπτικά για εστίαση και ο ανιχνευτής. Οι λυχνίες Βολφραμίου και οι λυχνίες Υδρογόνου-Δευτέριου χρησιμοποιούνται ευρύτερα ως κατάλληλες πηγές φωτός διότι καλύπτουν το απαιτούμενο φάσμα μήκους κύματος.
Αυτός είναι ένας σταθερός φασματογράφος που δεν κάνει σάρωση με δυνατότητα μέτρησης πολλαπλών μηκών κύματος υπεριωδών ακτινών (UV) και συχνοτήτων ορατού φωτός. Είναι εξοπλισμένος με έναν μόνο χώρο υποδοχής δείγματος και μια δέσμη φωτός έτσι ώστε η γραφική παράσταση απορρόφησης να πρέπει γίνεται χειρόγραφα με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις σε διάφορα μήκη κύματος.
Το δείγμα σε υγρό διάλυμα τοποθετείται σε ένα μικρό δοχείο που ονομάζεται κυψελίδα (cuvette) – ένα μικρό δοχείο τύπου σωλήνα με ευθείες πλευρές και τετράγωνη διατομή που είναι σφραγισμένο στο ένα άκρο και κατασκευασμένο από καθαρό, διαφανές υλικό όπως πλαστικό, γυαλί ή χαλαζία , ώστε να μην παρεμποδίζει την ανάλυση.
Στη συνέχεια, η κυψελίδα τοποθετείται στον χώρο υποδοχής του δείγματος με τις διάφανες πλευρές στραμμένες προς την κατεύθυνση της δέσμης φωτός για να γίνει η μέτρηση. Ο χώρος υποδοχής του δείγματος σε αυτό το όργανο διαθέτει τέσσερις θέσεις που μπορούν να τοποθετηθούν μία-μία προς τη φωτεινή δέσμη με μοχλό που τις μετακινεί μπρος-πίσω.